πλῆθος

πλῆθος
πλῆθος, ους, τό (πίμπλημι; Hom.+.—In our lit. it is lacking in Mt, the Pauline epp., the catholic epp. [except Js and 1 Pt], Rv, and D [B has it only in a quot. fr. the OT]; in the NT the large majority of occurrences are in Lk and Ac).
the fact or condition of being many, quantity/number καθὼς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ τῷ πλήθει Hb 11:12 (cp. Josh 11:4; Da 3:36 v.l.; TestJob 13:2.—S. also Hdt. 6, 44 al.).
a large amount, large number, multitude, in concrete sense
of things, w. gen. (Diod S 15, 3, 3 σίτου; 15, 9, 3; Polyaenus 8, 28, Exc. 15, 9; TestJob 18:4 τῶν ὠδίνων; JosAs 5:7 καρποῦ; SEG VIII, 467, 15f [217 B.C.] πολὺ πλ. χρυσίου κτλ.) πλ. ἰχθύων (Eparchides [III B.C.]: 437 Fgm. 1 Jac.; Diod S 3, 44, 8; 5, 19, 4) πολύ Lk 5:6; cp. J 21:6. πλ. ἁμαρτιῶν a host of sins (cp. Sir 5:6; Ezk 28:17f; ParJer 1:1, 8; Jos., Ant. 12, 167) Js 5:20; 1 Pt 4:8; 1 Cl 49:5; 2 Cl 16:4. φρυγάνων πλ. a bundle of sticks Ac 28:3. πλ. αἵματος a great quantity of blood MPol 16:1. πλ. τῆς χαλάζης density of the hail AcPl Ha 5, 10. πλ. τῶν θυσίων B 2:5 (Is 1:11). τὸ πλ. τῶν οἰκτιρμῶν σου the abundance of your compassion 1 Cl 18:2 (Ps 50:3). τὸ πλ. τῶν σχισμάτων the large number of cracks Hs 9, 8, 3.
of persons
α. gener. crowd (of people), throng, host, also specif. a disorganized crowd (as Maximus Tyr. 39, 2eh) πολὺ πλ. Mk 3:7f. W. gen. of pers. (Diod S 15, 14, 4 στρατιωτῶν; Cebes 1, 3 γυναικῶν; Appian, Bell. Civ, 1. 81 §370 στρατιᾶς πολὺ πλ.=a large number of military personnel; Jos., Bell. 7, 35, Ant. 18, 61; Just., D. 120, 2) πλῆθος πολὺ τοῦ λαοῦ a great throng of people Lk 6:17; 23:27 (a πλ. at an execution Jos., Ant. 19, 270). τὸ πλ. τοῦ λαοῦ Ac 21:36 (πλῆθος … κράζοντες is constructio ad sensum as Diod S 13, 111, 1 συνέδριον … λέγοντες; Polyb. 18, 9, 9 σύγκλητος … ἐκεῖνοι and similar expressions). τὸ πλ. τοῦ ὄχλου Hs 9, 4, 4. πλ. τῶν ἀσθενούντων a large number of sick people J 5:3. Ἑλλήνων πολὺ πλ. Ac 14:1; 17:4. πλῆθός τι ἀνδρῶν a large number of (other) men Hs 9, 3, 1 (Diod S 15, 76, 2 and Appian, Iber. 59 §248 πλ. ἀνδρῶν, Bell. Civ. 2, 67 §276 πολὺ πλ. ἀνδρῶν). πολὺ πλ. ἐκλεκτῶν 1 Cl 6:1.—Of angels πλ. στρατιᾶς οὐρανίου a throng of the heavenly army Lk 2:13 (πλ. of military personnel Diod S 20, 50, 6; Appian, Bell. Civ. 1, 81 §370 στρατιᾶς πλ.; Jos., Ant. 14, 482). τὸ πᾶν πλ. τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ 1 Cl 34:5.—Pl. (cp. Socrat., Ep. 1, 2; Diod S 1, 64, 5; 1, 85, 2; Appian, Bell. Civ. 2, 120 §503; 2 Macc 12:27; 3 Macc 5:24; EpArist 15; 21. S. Mayser II/1, 1926, 38f) πλήθη ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν large numbers of men and women Ac 5:14.
β. a (stated) meeting, assembly ἐσχίσθη τὸ πλ. Ac 23:7. πᾶν τὸ πλ. MPol 3:2. ἅπαν τὸ πλ. αὐτῶν Lk 23:1 (the verb is in the pl. as Polyaenus 7, 1; 8, 46; Xenophon Eph. 1, 3, 1 ἦλθον ἅπαν τὸ πλῆθος).
γ. people, populace, population (Diod S 5, 15, 2; Appian, Samn. 4 §14; SIG 581, 95 [c. 200 B.C.] τὸ πλῆθος τὸ Ῥοδίων; 695, 20 [II B.C.] τὸ πλ. τὸ Μαγνήτων; IG XII/1, 846, 10; 847, 14 [cp. SIG 765, 129 note 5: τὸ πλέθος τὸ Λινδίων]; 1 Macc 8:20; 2 Macc 11:16; EpArist 308, the last three: τὸ πλ. τῶν Ἰουδαίων; Jos., Vi. 198 τὸ πλ. τῶν Γαλιλαίων; Just., D. 119, 4 Ἁμμανιτῶν πολὺ πλ.) τὸ πλῆθος the populace abs. (as Polyaenus 8, 47; 50) Ac 2:6; 1 Cl 53:5 (=ὁ λαός vss. 3, 4). ὅλον τὸ πλ. Ac 14:7 D; AcPl Ha 4, 21. W. gen. τὸ πλ. τῆς πόλεως (Sir 7:7) Ac 14:4. τὸ πλ. τῶν πέριξ πόλεων 5:16. ἅπαν τὸ πλ. τῆς περιχώρου Lk 8:37. ἅπαν τὸ πλ. τῶν Ἰουδαίων Ac 25:24; cp. MPol 12:2.
δ. in the usage of cultic communities as a t.t. for the whole body of their members, fellowship, community, congregation (cp. 1QS 5:2, 9, 22; 6:19; IG XII/1, 155, 6; 156, 5; SIG 1023, 16f τὸ πλ[ῆθος] τῶν μετεχόντων τοῦ ἱεροῦ; OGI 56, 71 [237 B.C.]; Lucian, Syr. Dea 50) abs. τὸ πλ. the community, the church Ac 15:30; 19:9; 21:22 v.l.; 1 Cl 54:2; ISm 8:2; Hm 11:9. πᾶν τὸ πλ. the whole community, group Ac 6:5; 15:12. Also τὸ πᾶν πλ. IMg 6:1. τὸ ἐν θεῷ πλ. ITr 8:2. W. gen. τὸ πᾶν πλ. ὑμῶν 1:1. πᾶν το πλ. τοῦ λαοῦ Lk 1:10. ἅπαν τὸ πλ. τῶν μαθητῶν the whole community of his disciples Lk 19:37; cp. Ac 6:2. τὸ πλ. τῶν πιστευσάντων 4:32.—Dssm., NB 59f [BS 232f].—B. 929. DELG s.v. πίμπλημι. M-M. EDNT. TW. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλῆθος — great number neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήθος — το / πλῆθος, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πλεῑθος και δωρ. και αιολ. τ. πλᾱθος, Α 1. μεγάλος αριθμός ανθρώπων, ζώων ή ομοειδών πραγμάτων συγκεντρωμένων στο ίδιο μέρος (α. «πλήθος πουλιών» β. «τα πλήθη τών τουριστών» γ. «η βόμβα εξερράγη ανάμεσα στο… …   Dictionary of Greek

  • πλήθος — το ους, μεγάλος αριθμός προσώπων ή πραγμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραμμικό σύστημα — Πλήθος γραμμικών εξισώσεων που έχουν τους ίδιους αγνώστους (σε μία γραμμική εξίσωση οι άγνωστοι είναι πρώτου βαθμού και δεν υπάρχουν όροι που να περιέχουν γινόμενα των αγνώστων). Για παράδειγμα, μία γραμμική εξίσωση με έναν άγνωστο έχει τη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • πλᾶθος — πλῆθος great number neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • αριθμόσωμα ή σώμα αριθμών — Ένα πλήθος αριθμών που έχουν την εξής ιδιότητα: το άθροισμα, η διαφορά, το γινόμενο και το πηλίκο οποιωνδήποτε από αυτούς (ίσων ή διαφόρων) να ανήκει πάλι στο πλήθος αυτό. Παραδείγματα α. είναι το πλήθος όλων των ρητών, οι αριθμοί α + βi (α, β =… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”